- εξάπλευρο
- τογεωμετρικό σχήμα που έχει έξι πλευρές, το εξάγωνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξάπλευρος — η, ο (Α ἑξάπλευρος, ον) 1. αυτός που έχει έξι πλευρές 2. το ουδ. ως ουσ. το εξάπλευρο(ν) γεωμετρικό σχήμα με έξι πλευρές και έξι γωνίες … Dictionary of Greek
Μουσείο Εκκλησιαστικής Τέχνης Σπάρτης — Το μουσείο της Ιεράς Μητρόπολης Μονεμβασίας και Σπάρτης ιδρύθηκε το 1992, με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Ευστάθιου Σπηλιώτη, και στεγάζεται στο δεύτερο όροφο του μητροπολιτικού μεγάρου (Λυσσάνδρου 5). Η πλούσια συλλογή του, που μαρτυρεί το υψηλό… … Dictionary of Greek
εξάπλευρος — η, ο 1. που έχει έξι πλευρές. 2. το ουδ. ως ουσ., εξάπλευρο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)